Αυτός ο στίχος του Αγγελάκα δε θα μπορούσε παρά να αποτελέσει κίνητρο για να γράψω μετά από καιρό.
Δε λέω φταίει και η τοποθεσία, πολύ. Υψάριο, Θάσου. Ανεκτίμητη η θερμοκρασία των 20 βαθμών μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Ανεκτίμητη και η θέα από την ψηλότερη κορυφή του νησιού. Και η γαλήνη του καταφυγίου. Σ’ ένα μπαλκόνι απομονωμένο από καυσαέριο, κόσμο, πολιτισμό, βαβούρα, γρήγορους ρυθμούς και φωνές για ό,τι, κατάφερα να απομονώσω το πλήθος των σκέψεων μου και να απολαύσω τις στιγμές ηρεμίας που μπορεί να μου προσφέρει αυτό το μέρος. Δίπλα στο πράσινο του βουνού και της καθαρότητας του ουρανού. Ο ουρανός γεμάτος φωτεινά άστρα και μακριά από οποιοδήποτε τεχνητό φως είναι ικανός να μας επιτρέψει να απολαύσουμε με γυμνό μάτι κομμάτι του Γαλαξία μας. Ανάμεσα στο πλήθος δέντρων, άγονων και γόνιμων βουνοκορφών, σημεία έκτακτης ανάγκης για ορειβάτες, παγκάκια τσιμεντένια με θέα πιάτο την θάλασσα στις δύο πιο όμορφες πλευρές του νησιού. Μία από τις πιο γλυκές εικόνες που θα μου μείνουν ανεξίτηλες, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, είναι ένα νέο ζευγάρι ορειβάτες που ξαπόστασαν στο κιόσκι του καταφύγιου με θέα την θάλασσα, αγκαλιά, ανταλλάζοντας όρκους αγάπης.
Ξέρεις, μέσα στην ρουτίνα της καθημερινότητας,
μέσα στους γρήγορους ρυθμούς της κάθε ημέρας, το άγχος για τα πάντα, το βάρος που
νιώθουμε χωρίς απαραίτητα να ξέρουμε γιατί, την θλίψη που καμιά φορά μας βαραίνει
χωρίς να ρωτήσει αν αντέχουμε, τις σκέψεις που μας πνίγουν, την υπεράναλυση,
ξεχνάμε την ομορφιά της απλότητας, η οποία καταλήγω πως βρίσκεται στην αγάπη. Σε
κάθε πτυχή της αγάπης. Κυρίως την αγάπη προς
τον εαυτό μας.
Είχα ξεχάσει πως είναι να κοιτάς
απλώς την θάλασσα από κάπου ψηλά, να κοιτάς απλά το πράσινο και να ηρεμείς. Αυτό
που δεν είχα σκεφτεί ποτέ είναι γιατί πολλοί από μας ηρεμούμε με αυτό το τοπίο.
Γιατί ηρεμούμε όταν είμαστε σε μέρη που εκπέμπουν γαλήνη; Μία απάντηση που
μπορώ να δώσω είναι γιατί ερχόμαστε σε επαφή με κομμάτια του εαυτού μας που
είναι ήμερα, γαλήνια, καλοσυνάτα, χωρίς άγχος, γεμάτα από ατόφια δίψα για ζωή
και ευχαρίστηση. Είναι γιατί ερχόμαστε σε επαφή με κομμάτια του εαυτού μας που
δεν τροφοδοτούμε τόσο πολύ στην καθημερινότητά μας, γιατί ξεχνάμε πως υπάρχουν.
Μάλλον όταν είμαστε στην φύση μας αγαπάμε λίγο περισσότερο, γιατί θρέφουμε εκείνα
τα κομμάτια του εαυτού μας που είναι όμορφα και μπορούν να μας πάνε μπροστά. Ο Νίτσε
σε ένα βιβλίο του είχε γράψει πως αισθανόμαστε ήρεμοι όταν είμαστε στην φύση,
γιατί βασικά εκεί ανήκουμε. (Βρε λες;)
Πολλά υπαρξιακά ερωτήματα και
σκέψεις μάς βασανίζουν καθημερινά. Πολλές δυσάρεστες ειδήσεις που δεν ξέρουμε
τι να κάνουμε με αυτόν τον όγκο της θλίψης και της μιζέριας. Και απώλειες. Είτε
φυσικές, όπως ένας θάνατος, είτε αποτέλεσμα μιας τετελεσμένης συνθήκης, όπως ένας
χωρισμός. Και μοναξιά. Πολλή μοναξιά. Πώς γίνεται όμως να νιώθουμε μόνοι, όταν
δεν είμαστε οι μόνοι;
Οι Λόγος Τιμής στο κομμάτι τους «Ηφαίστεια»
έγραψαν πως «Θα 'τανε πιο εύκολο άμα
κατανοούσαμε καλύτερα κι άμα δουλεύαμε τον εαυτό μας. Αλλά πονάει το ρημάδι το
συναίσθημα κι έτσι αγκαλιάζουμε το μίζερο εαυτό μας»
Έχετε σκεφτεί ποτέ πώς θα ήταν ο
κόσμος αν θεραπεύαμε εκείνα τα κομμάτια του εαυτού μας που μας προκαλούν σήψη; Που μας κόβουν το χαμόγελο; Που μας προκαλούν
τρομερό άγχος, ανασφάλειες και πόνο; Πώς θα ήταν αν εστιάζαμε στα όμορφα
κομμάτια μας; Που όλοι έχουμε. Άλλοι έκδηλα κι άλλοι άδηλα. Έχετε σκεφτεί γιατί
μας είναι οικείος ο πόνος της μιζέριας έναντι της πάλης για χαρά;
Γιατί . πονάει . το . ρημάδι . το
. συναίσθημα . κι έτσι μας είναι οικείο να αγκαλιάζουμε τον μίζερο εαυτό μας.
Είναι πιο απλό να μην αισθάνεσαι
από το να αισθάνεσαι. Να βυθίζεσαι στις πολλές σκέψεις που τις περισσότερες φορές
γίνονται λούπα. Να ξεγελάς τον εαυτό σου με κάτι εφήμερο. Απλώς πολλές φορές το
απλό είναι πιο σύνθετο. Γιατί μας κρατάει δέσμιους από κομμάτια μας που αν
αλλάξουμε φακούς, θα μας δώσουν πρόσβαση σε πτυχές μας που είναι όμορφες, πολύ.
Κι αν τις καταλάβουμε, τότε ο κόσμος όλος θα αλλάξει. Γιατί θα αλλάξει ο φακός
που τον βλέπουμε. Τον κόσμο -όπως έχω ξαναγράψει και σε προηγούμενα κείμενα-
δεν τον βλέπουμε όπως είναι, αλλά όπως είμαστε.
Το μεγαλύτερο βάσανο και η
μεγαλύτερη ευλογία στην ζωή είναι να (συν-)αισθάνεσαι. Ο Μπέκετ είχε γράψει σε
ένα βιβλίο του πως είναι μεγάλη λύτρωση να μην αισθάνεται κανείς. Με τις τότε
μηδενιστικές μου καταβολές και αρεσκείες, είχα συμφωνήσει πλήρως. Ώσπου
εκτέθηκα στο απόλυτο κενό. Και δεν ήταν όμορφα εκεί.
Τώρα όμως, με το μπλε της θάλασσας και του ουρανού μπροστά στα μάτια μου, με το πράσινο των δέντρων, με τον αρμονικό ήχο της φύσης να αντηχεί μέσα μου, με τους ανθρώπους μου να με γεμίζουν φως, γιατί αυτό είναι, και τον Αγγελάκα να παίζει τέρμα, σπεύδω να πω πως «ακούω την αγάπη, και δεν ακούω τις σκέψεις μου». Είναι πολύ πιο απλό απ΄ όσο νομίζουμε να μπορούμε να απολαμβάνουμε στιγμές και χαρές ή ακόμα και να αγκαλιάζουμε τις θλιβερές και στενάχωρες καταστάσεις της ζωής μας, οι οποίες είναι και αυτές αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Αρκεί να ακούμε την αγάπη (μας). Κι αν δεν μπορούμε να την ακούσουμε καμιά φορά, να πάμε σε εκείνο το μέρος ή σε εκείνον τον άνθρωπο που θα μας βοηθήσει να την ακούσουμε. Και τότε υπόσχομαι, πως ο κόσμος όλος ξαφνικά θα ομορφύνει. Και κυρίως και πιο σημαντικώς, ο δικός μας (μικρό)κοσμος.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου