Τετάρτη 1 Μαρτίου 2023. Ξυπνάω πολύ αγχωμένη στις 8 η ώρα το πρωί από εφιαλτικό όνειρο. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει στον κόσμο. Αγχωμένη ούσα και αποπροσανατολισμένη από το εφιαλτικό όνειρο, πάω στο μπάνιο απευθείας να κάνω ένα κρύο ντουζ και να ξεκινήσει η μέρα μου, η οποία προβλεπόταν τεράστια. Θα έφευγα Αθήνα. Δεν ανοίγω κινητό, δεν μπαίνω media, πάω απευθείας γυμναστήριο. Εξακολουθώ να μην έχω ιδέα τι συμβαίνει στον κόσμο. Πάω γυμναστήριο ανέμελη. Αφήνω το κινητό στην άκρη, ανεβαίνω στο διάδρομο και μπροστά μου ανοίγει τηλεόραση. 32 νεκροί σε δυστύχημα στα Τέμπη. Πάγωσα επί τόπου. Η εικόνα γύρω μου ήταν λες και είχε μπει σε pause. Πήγα να πέσω απ’ τον διάδρομο. Θυμάμαι ρώτησα τραυλισμένη μια κυρία δίπλα μου, να μου διαβάσει τι λέει, γιατί ήμουν σίγουρη πως δεν βλέπω καλά. Μου επιβεβαιώνει αυτά που διάβασα. Και να ‘ναι καλά η ψυχοθεραπεία που με εκπαίδευσε πως να γλιτώσω από κρίση πανικού. Ένιωσα τον χρόνο να παγώνει και το οξυγόνο να λιγοστεύει.
Επιλέγω να συνεχίσω την γυμναστική, έχοντας άγνοια του τι έχει συμβεί. Ποιοι ήταν μέσα. Πόσοι. Τι έγινε. Πώς έγινε; Βγαίνω απ’ το γυμναστήριο και θυμάμαι να πιάνω το κινητό στα χέρια και να φοβάμαι να ανοίξω τα δεδομένα να διαβάσω. Δεν πρόλαβα. Είχα 16 κλήσεις και δεν ξέρω πόσα μηνύματα. Με έπαιρναν τηλέφωνο να δουν αν ζω και να με ενημερώσουν για το ποιοι αγνοούνται… Δεν έχω ανατριχιάσει περισσότερο στην ζωή μου. Κλάμα, κρίση πανικού, κλάμα, κλάμα κι άλλο κλάμα και ουφ. Ποια ψυχοθεραπεία να σε προλάβει απ' αυτή την εγκληματικότητα που ζούμε; Τώρα; Τηλέφωνα, πολλά τηλέφωνα. Σαπόρτ. Πάγωμα χρόνου. Μούδιασμα. Δεν έχω ιδέα τι κάνω. Θυμάμαι κοιτούσα τον τοίχο του δωματίου μου με μία βαλίτσα μισοτελειωμένη στα πόδια μου κι αναρωτιόμουν αν αυτό που ζω είναι όνειρο ή πραγματικότητα. Το ταξίδι στην Αθήνα ήταν προγραμματισμένο κι όφειλα να κατέβω. Δεν μπορούσα όμως.
Ένιωθα τον χρόνο να έχει σταματήσει. Και το εννοώ. Δεν το λέω με ρομαντική χροιά, αλλά όντως δεν μπορούσα να συλλάβω πως εκείνη την μέρα, Τετάρτη 1 Μαρτίου, ο ήλιος θα συνέχιζε να δύει. Κι όμως…
Μετά από πολλά τηλέφωνα, αρκετή σκέψη και πολύ πνίξιμο, πήγα Αθήνα. Πρώτα πέρασα απ’ τον σταθμό των τρένων. Στην διαδρομή, περνώντας απ΄τα Τέμπη και δίνοντας αναφορά ανά μισή ώρα ότι ζω, αντέλασσα μήνυματα με φίλους κι η οικογένεια για να κρατάω απασχολημένο το μυαλό μου για να μην φρικάρω. Και ένα απ’ αυτά ήταν το εξης:
«Σκέφτομαι πως η ζωή είναι ακραία
δύσκολη και σκληρή. Και δεν είμαστε όλοι έτοιμοι να αντέξουμε τον πόνο και την
θλίψη που εμφανίζεται κατά καιρούς. Δεν είμαστε πάντα δυνατοί και δεν είμαστε
πάντα σε φάση να αντέχουμε όλο αυτό το γκρι. Αλλά σκέφτομαι επίσης πως αν δεν
ζούσαμε, δηλαδή αν πεθαίναμε ή αν δεν γεννιόμασταν ποτέ, δε θα ήμασταν σε θέση
να ζήσουμε ούτε και τα όμορφα και τις χαρές αυτής της ζωής. Και τώρα δε θα
έμπαινα καν σε διαδικασία να σου γράψω όλα αυτά για να σου πω πως υπάρχουν και
πολλές όμορφες αναμνήσεις που περάσαμε μαζί κι άλλες τόσες που θα έρθουν, αν
ζούμε. Είναι ακραία άδικος ο θάνατος των ανθρώπων. Και τραγικός. Και
εγκληματικός. Αλλά ακραία πιο δύσκολη είναι η διαχείριση του θανάτου αυτών των
ανθρώπων και η τραγωδία που βιώνουν φίλοι , οικογένεια και συγγενείς. Γιατί
εμείς μένουμε πίσω καλώς ή κακώς. Εμείς ζούμε. Κι αφού ζούμε, σκέφτομαι, τους
χρωστάμε, στην μνήμη τους, να είμαστε χαρούμενοι που έχουμε την τύχη να
απολαμβάνουμε έστω κι ένα μικρό κομμάτι του φωτός της ζωής και να παλέψουμε για
να αποφευχθεί οποιαδήποτε συναφή εγκληματική ενέργεια. Να ζήσουμε και να
παλέψουμε, χωρίς να ξεχάσουμε. Αυτό οφείλουμε.»
Ήταν εκείνη η ώρα που επέλεξα να
πάψω να μοιρολατρώ και να αντιμετωπίζω την ζωή ως θαύμα, γιατί είναι. Επέλεξα
να στηρίξω την απόφαση μου να κατέβω στην Αθήνα, παρά την τραγικότητα που άφηνα
πίσω μου και προσπαθήσω να με φέρω στα ίσια μου προκειμένου να βοηθηθώ για να
μπορέσω να βοηθήσω όποιον το είχε ανάγκη. Στην Αθήνα έκανα βόλτες και συζητήσεις.
Πανέμορφες συζητήσεις. Έλαβα νέα γνώση και προβληματίστηκα. Είδα ανθρώπους μου.
Γνώρισα καινούργιους. Βγήκα. Γέλασα κι έκλαψα. Και γέλασα πάλι. Πέρασα χρόνο
μόνη. Και όχι μόνη. Πήγα σε διημερίδα σχετικά με την αποϊατρικοποίηση της ψυχικής
υγείας, γνώρισα μεγάλους και πανέμορφους ανθρώπους εκεί. Ανθρώπους που θαύμαζα
κι εξακολουθώ. Πήγα σε μέρη που ούτε στα όνειρα μου δεν θα πήγαινα… Κι όλα αυτά
συνέβησαν, γιατί ζούσα. Και ζούσα, γιατί συνέβησαν. Κι ευγνωμωνώ όλους τους ανθρώπους
που πέρασαν απ’ το διάβα μου και συνετέλεσαν για να ζήσω ό, τι έζησα. Ξέρετε εσείς.
Σας αγαπώ πολύ και δεν θεωρώ καθόλου
δεδομένη την ύπαρξη σας.
Έτσι κάπως κύλησαν οι μέρες. Και εξακολουθούν.
Πλέον για μένα το μπλε του
ουρανού είναι πια διαφορετικό.
Οφείλουμε να μην ξεχάσουμε ό,τι
πονάει παιδιά!
Στην μνήμη των νεκρών μας και στον
θρήνο τον δικό μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου