Ανοιξιάτικο απόγευμα στο χωριό με την γιαγιά. Στο πικ απ να παίζει Άσιμος. Κουπάτος ελληνικός να ψήνεται στο γκαζάκι. Η εξώπορτα ανοιχτή με το κλειδί πάνω στην πόρτα και ο αέρας να μπαίνει αμείλικτος μέσα στο σπίτι. Σαν ένα μήνυμα που βιάζεται να ταξιδέψει. Η άνοιξη είναι. Με ό, τι αυτό μπορεί να σημαίνει.
Η μυρωδιά από το παρτέρι με τα λουλούδια της γιαγιάς και η γύρη
που ταξιδεύει στην ατμόσφαιρα έφτασαν στην μύτη μου.
Ξαφνικά ένιωσα μια νοσταλγία για το παρόν.
Γίνε ό, τι ζητάει η ευτυχία του κόσμου, σκέφτηκα.
Οι στίχοι του Άσιμου κατάφεραν να με αποπροσανατολίσουν απ’ τις
τότε σκέψεις μου, αν υπήρχε προσανατολισμός.
«Μη μας τρομάζουν φως μου οι πληγές, στις χρυσές στιγμές μας
πλάι και αυτές.
Νιώσε με για να σε νιώσω κι ας πονάς, είν' πανάκριβο στο λέω
ν' αγαπάς.
Αγαπάω κι αδιαφορώ, κι έχω φτιάξει έναν καινούργιο εαυτό
Τώρα πια με αγαπάω και μένα,
όπως εσένα».
Ξαφνικά, ένα χαμόγελο στα χείλη.
Αγάπη. Θυμάσαι;
Άνοιξα την ποιητική συλλογή που είχα στα πόδια μου, ήπια μια
γουλιά απ’ τον ελληνικό κι έπεσα στην σελίδα 56.
Ρίτσος, Οι γειτονιές του κόσμου:
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
να ‘ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις,
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει
όταν η καρδιά σου,
που τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θα ‘χει λιώσει.
Να λείπεις ― δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις
λείψει».
Έκλεισα το βιβλίο.
Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο.
Ήρθε η άνοιξη, ψέλλισα χαμογελώντας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου